- σκορδίζω
- σκορδ-ίζω,A to be like garlic,
τῇ ὀσμῇ Dsc.3.111
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ ὀσμῇ Dsc.3.111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορδίζω — Α [σκόρδον] μοιάζω με σκόρδο («τῇ ὀσμῇ σκορδίζειν», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
σκορδίζοντα — σκορδίζω to be like garlic pres part act neut nom/voc/acc pl σκορδίζω to be like garlic pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)